Το Αγαπημένο μου Γλυκό: Η μοναξιά περνάει από το στομάχι
Η μεγαλύτερη επιβεβαίωση που έχω πάρει ποτέ για το γούστο μου στις ταινίες είναι οι γονείς μου, εκείνες τις φορές που με ρωτάνε «τι ταινία να δούμε το Σάββατο;», στην εβδομαδιαία τους κινηματογραφική «εξόρμηση». Βγαίνοντας από την αίθουσα της ταινίας «Το αγαπημένο μου γλυκό» (2024) , ήξερα ότι αυτή θα ήταν η πρότασή μου για εκείνους, παρότι περιστρέφεται γύρω από ένα συναίσθημα που είχαν την τύχη ως τώρα να μην συναντήσουν στις ζωές τους: τη μοναξιά.
Το «αγαπημένο μου γλυκό», ταινία που διαγωνίστηκε στην 74η Μπερλινάλε τον Ιανουάριο του 2024, μας ταξιδεύει στο Ιράν, σε ένα όμορφο σπιτάκι με μία αυλή γεμάτη βότανα και φυτά, όπου ζει η 70χρονη Μαχίν.
Η Μαχίν είναι μία γυναίκα που σφύζει από ζωή. Μαγειρεύει για τις φίλες της πλουσιοπάροχα δείπνα – όταν την επισκέπτονται- μιλά συχνά με τα παιδιά της που έχουν φύγει χρόνια από τη χώρα και στο πρόσωπό της είναι ζωγραφισμένο ένα γλυκό χαμόγελο. Ωστόσο, τα χρόνια και ο θάνατος του άνδρα της, σε συνδυασμό με το ότι ζει μακριά από τα παιδιά της και τα χρόνια της, έχουν «κλέψει» από μέσα της αρκετή από τη ζωντάνια της. «Πρέπει να βρεις κάποιον», της λέει μία από τις καλές της φίλες, μεταξύ σοβαρού και αστείου, και εκείνη αποφεύγει τον υπαινιγμό για τη μοναξιά της και γελά δήθεν ανέμελα. Όμως, όταν το σπίτι αδειάζει από τις επισκέψεις, η Μαχίν συνειδητοποιεί την πραγματική υπόσταση αυτού του φιλικού πειράγματος, προτού προσπαθήσει να αποκοιμηθεί με μία σαπουνόπερα στην τηλεόρασή της. Η ζωή της πριν την επανάσταση του 1979 συνεχώς τη συντροφεύει σαν ένα όνειρο που θυμίζει όλο και λιγότερο την πραγματικότητα που ζει τώρα, με την αστυνομία των Ηθών να καραδοκεί για τις «απρεπείς» γυναίκες που δεν φορούν σωστά το χιτζάμπ τους και οι παλιές ξέγνοιαστες έξοδοι με τις φίλες της ως ελεύθερες γυναίκες πλέον έχουν αντικατασταθεί από βόλτες στην αγορά και στα πάρκα, με πόδια κουρασμένα και ταλαιπωρημένα από τον χρόνο.
Μία μέρα, φαινομενικά σαν όλες τις άλλες, η Μαχίν θα πάει μόνη της να φάει σε ένα μαγειρείο και εκεί θα γνωρίσει τον Φαραμάζ, έναν ταξιτζή με μία πικρή ιστορία και εξίσου μοναχική ζωή, ο οποίος θα κάνει την 70χρονη γυναίκα να ξαναζήσει εφήμερα τον έρωτα και να περάσει ένα όμορφο βράδυ, μακριά από την καταπίεση και τα «πρέπει», στον δικό τους «κήπο της Εδέμ».
Μέσα στο σκοτάδι γεννιέται το φως, όσο θαμπό και αν είναι, όσο λίγο και αν κρατάει. Αυτό το μήνυμα θέλει να μεταφέρει αυτή η γλυκόπικρη – και τρόπον τινά αστεία – ιστορία της Μαχίν και του Φαραμάζ. Και τα καταφέρνει αρκετά καλά σε αυτό. Οι απόλυτα φυσικές και ανεπιτήδευτες ερμηνείες των πρωταγωνιστών – Λίλι Φαρχαντπούρ και Εσμαΐλ Μεχράμπι – οι οποίοι φαίνεται να πρόσθεσαν στους χαρακτήρες τους κομμάτια του εαυτού τους - δημιούργησαν δύο προσωπικότητες εύκολα ταυτόσημες από κάθε άνθρωπο που έχει παλέψει με τη μοναξιά.
Το σκηνοθετικό ντουέτο, Μαριάμ Μογκαντάμ και Μπεντάς Σανάιχα, οι οποίοι έγραψαν και το σενάριο, εστίασε αρκετά στο να δημιουργήσει ένα αίσθημα νοσταλγίας – το προεπαναστατικό «ελεύθερο» Ιράν σε σύγκριση με την καταπιεσμένη χώρα του σήμερα, όπου κυριαρχούν τα χιτζάμπ και οι απαγορεύσεις, το οποίο πέτυχαν σε ένα πρώτο επίπεδο, έστω κι αν η ιστορική και πολιτική πραγματικότητα του Ιράν είναι πιο περίπλοκη από το σχήμα αυτό. Μπορεί κανείς να δει αυτή τη νοσταλγία στα χρώματα που καταγράφει η κάμερα στις βόλτες της Μαχίν, η οποία περπατά σε μία πόλη ελαφρώς μουντή, σαν να την σκεπάζει μια ελαφριά ομίχλη. Βλέπει κανείς την πρωταγωνίστρια να περπατά ανάμεσα σε ανθρώπους αδιάφορους, καταπιεσμένους, με λίγες αχτίδες φωτός να πέφτουν πάνω σε ελάχιστα πρόσωπα, όπως του Φαραμάζ. Αντίθετα, το σπίτι της Μαχίν αντικατοπτρίζει και κινηματογραφικά τη διάθεσή της, φωτεινό και γεμάτο χρώματα όταν και η ίδια είναι ευδιάθετη και με ένα έντονο σκοτάδι όταν αποκοιμιέται μόνη της στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση.
Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως οι δύο σκηνοθέτες αντιμετώπισαν προβλήματα με την ιρανική κυβέρνηση κατά την παραγωγή της ταινίας, καθώς τον Σεπτέμβριο του 2023, όταν ήθελαν να ταξιδέψουν στο Παρίσι για το post-production της ταινίας, τα διαβατήριά τους κατασχέθηκαν και απειλήθηκαν με ποινικές διώξεις, ενώ μάλιστα οι ιρανικές δυνάμεις ασφαλείας έκαναν επιδρομή στο σπίτι του μοντέρ της ταινίας κατά τη διάρκεια της οποίας κατέσχεσαν υλικό που σχετίζεται με την παραγωγή. Μάλιστα, τον Δεκέμβριο του 2024 οι Μαριάμ Μογκαντάμ και Μπεντάς Σανάιχα, στους οποίους απαγορεύτηκε να κάνουν ταινίες, να εργάζονται και να ταξιδεύουν, δικάστηκαν στο Ιράν και κρατήθηκαν στη φυλακή Evin, για «προπαγάνδα κατά του καθεστώτος, παραβίαση των ισλαμικών κανόνων κάνοντας μια χυδαία ταινία και διάδοση πορνείας και ελευθερισμού». Στον σύγχρονο δυτικό κόσμο φαντάζει σχεδόν παρανοϊκό το πώς μία ταινία για τη μοναξιά δύο ανθρώπων μπορεί να συνιστά έγκλημα.
Κλείνοντας αυτό το κείμενο, θέλω να πω πως βγαίνοντας από το σινεμά, πήρα μαζί μου πολλά διαφορετικά συναισθήματα – ελπίδα και ταυτόχρονα μία μικρή δόση ματαιότητας. Σίγουρα, όμως, η ιστορία της Μαχίν είναι μια ταινία που θα θυμάμαι για χρόνια. Όσο για τους γονείς μου, την απόλαυσαν αρκετά, χωρίς φυσικά να λείπει το σχόλιο της μάνας μου «τι στενάχωρες ταινίες μας προτείνεις πάντα μωρέ».
0 comments